εμφραγματικός
Смотреть что такое "εμφραγματικός" в других словарях:
εμφραγματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έμφραξη, που χρησιμεύει ή συντελεί στην έμφραξη 2. (πυροβ.) «εμφραγματικός δακτύλιος» μεταλλικός δακτύλιος που είναι τοποθετημένος μπροστά στη θαλάμη τού πυροβόλου για να καλύπτει την αρμογή που… … Dictionary of Greek
εμφραγματικός — ή, ό 1. που χρησιμεύει ή συντελεί στην έμφραξη (βλ. λ.). 2. ως ουσ., εμφραγματικός αυτός που πάσχει από έμφραγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)